-
1 προτέρημα
προτέρημα, τό, der Vorzug, das Voransein im Raume und in der Zeit, der Vorsprung; bes. der Vorrang, höhere Werth, Vortheil, die Ueberlegenheit; oft bei Pol., τὰς τῶν πέλας ἁμαρτίας ἴδια προτερήματα νομίζειν, 16, 20, 6; bes. Sieg, 1, 9, 7. 5, 107, 3 u. sonst; τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς προτέρημα, der Sieg, 2, 10, 6; u. a. Sp.
-
2 προτέρημα
προτέρημα, τό, der Vorzug, das Voransein im Raume und in der Zeit, der Vorsprung; bes. der Vorrang, höhere Wert, Vorteil, die Überlegenheit; bes. Sieg; τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς προτέρημα, der Sieg -
3 προτερημα
τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς π. Polyb. — победа над иллирийцами
-
4 προτέρημα
προτέρημαadvantage: neut nom /voc /acc sg -
5 προτέρημα
το достоинство, преимущество -
6 προτέρημα
[протэрима] ουσ. о. преимущество, превосходство, достоинство, хорошее качествоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προτέρημα
-
7 προτέρημα
-ατος τό N 3 0-2-0-0-0=2 Jgs 4,9advantage gained, success; neol.? -
8 προτέρημα
[протэрима] ουσ ο преимущество, превосходство, достоинство, хорошее качество. -
9 προτέρημα
A advantage, superiority, in pl., Plb.1.51.3, 16.20.6, al.;π. φυσικά Phld.Rh.2.87
S., D.S.15.39, cf. Longin.44.3, M.Ant.1.16: less freq. in sg., ἐπὶ μηδενὶ ἐπαρθῇς ἀλλοτρίῳ π. Epict.Ench.6.2 in war, advantage gained, success, Plb.1.9.7, 2.10.6, D.S.2.19, al.;ἐπὶ τοῦ π. γίγνεσθαι Id.3.54
;οὐκ ἔσται τὸ π. σου LXX Jd.4.9
, cf. Onos.13.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτέρημα
-
10 προτέρημα
nitelik, vasıf, meziyet -
11 προτέρημα
1) advantage2) aptitude3) virtueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προτέρημα
-
12 προτερημάτων
προτέρημαadvantage: neut gen pl -
13 προτερήμασι
προτέρημαadvantage: neut dat pl -
14 προτερήμασιν
προτέρημαadvantage: neut dat pl -
15 προτερήματα
προτέρημαadvantage: neut nom /voc /acc pl -
16 προτερήματι
προτέρημαadvantage: neut dat sg -
17 προτερήματος
προτέρημαadvantage: neut gen sg -
18 достоинство
достоинство с 1) η άξιο" πρέπεια с \достоинство ом με αξιοπρέπεια 2) (положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα 3) (стоимость денежного знака) η αξία* * *с1) η αξιοπρέπειαс досто́инством — με αξιοπρέπεια
2) ( положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα3) ( стоимость денежного знака) η αξία -
19 преимущество
преимущество с η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα· отдавать \преимущество προτιμώ· иметь \преимущество πλεονεκτώ* * *сη υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημαотдава́ть преиму́щество — προτιμώ
име́ть преиму́щество — πλεονεκτώ
-
20 преимущество
η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προνόμιοступенчатое - (одной передачи над другой) ιεραρχική -, κλιμακωτή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преимущество
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… … Словарь церковнославянского языка
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek